χυμίζω

χυμίζω
(I)
Α [χυμός]
μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.).
————————
(II)
και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν
βλ. χυμώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐχύμισαν — χυμίζω make savoury aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχυμίζω — (Α) μεταβάλλω τη γεύση ή τον χυμό ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χυμίζω «μεταβάλλω τη γεύση»] …   Dictionary of Greek

  • χιμίζω — Ν βλ. χυμίζω …   Dictionary of Greek

  • χουμίζω — Ν βλ. χυμίζω …   Dictionary of Greek

  • χυμώ — (I) όω, Α [χυμός] 1. προσδίδω γεύση σε κάτι 2. παθ. χυμοῡμαι, όομαι μετατρέπομαι σε χυμό. (II) και χουμώ και χιμώ, άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν… …   Dictionary of Greek

  • χύμισμα — το, Ν [χυμίζω (II)] εφόρμηση, ορμητική επίθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”